θαυματοποιικη

θαυματοποιικη
    θαυματοποιϊκή
    θαυμᾰτοποιϊκή
    ἥ (sc. τέχνη) Plat. = θαυματοποιΐα См. θαυματοποιια

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "θαυματοποιικη" в других словарях:

  • θαυματοποιική — θαυματοποιικός juggling fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυματοποιικός — θαυματοποιικός, ή, όν (Α) [θαυματοποιός] 1. αυτός που ανήκει στη θαυματοποιία ή στη γοητεία 2. το θηλ. ως ουσ. η θαυματοποιική (ενν. τέχνη) η θαυματοποιία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»